Στις 31 Οκτωβρίου, γιορτάζεται στην Αμερική και σε άλλες χώρες του κόσμου το γνωστό και περίφημο Halloween, όπου εκείνη την ημέρα όλοι οι άνθρωποι μεταμφιέζονται σε κάτι τρομακτικό όπως φαντάσματα, σκελετοί, βαμπίρ, κάνουν φάρσες, έχουν φαναράκια φτιαγμένα από μεγάλες κολοκύθες, γίνονται parties, προσφέρουν γλυκά στα παιδιά τα οποία είναι μασκαρεμένα και πάνε από σπίτι σε σπίτι λέγοντας την γνωστή ατάκα »trick or treat?’’.
Η γιορτή του Halloween μοιάζει κάπως με τις δικές μας αποκριές αλλά διαφέρει διότι έχει περισσότερη »σκοτεινη» όψη. Συγκεκριμένα, το Halloween αποτελεί μετεξέλιξη της αρχαίας Κελτικής γιορτής Samhaim αλλά σήμερα δεν ασχολείται πλέον με φαντάσματα ή πνεύματα και επικεντρώνεται περισσότερο στη διασκέδαση, στις γιορταστικές μεταμφιέσεις και στα γλυκίσματα. Επιπλέον, η ρίζα της λέξης »Halloween» προέρχεται από το All-hallow-even η οποία δηλώνει την παραμονή (eve) της γιορτής των Αγίων Πάντων.
Βασικά, πολλές παραδόσεις θεωρούν ότι η ημέρα του Halloween αποτελεί μια από τις λίγες ημέρες που μπορεί να γίνει επαφή με τον κόσμο των πνευμάτων και η μαγεία αλλά και οποιαδήποτε άλλη υπερφυσική δραστηριότητα βρίσκεται κοντά στο να το πετύχει. Όσο για το έθιμο της κολοκύθας προέρχεται από τον παλιό Ιρλανδικό μύθο, του τσιγγούνη και πειραχτήρι Τζακ.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Τζακ είχε καλέσει το διάβολο να πιούν ένα ποτό μαζί αλλά ο Τζακ λόγω του ότι ήταν τσιγγούνης δεν ήθελε να πληρώσει το ποτό του και έτσι έπεισε το διάβολο να μεταμορφωθεί σε νόμισμα για να μπορέσουν να πληρώσουν τα ποτά τους. Έτσι και έγινε, ο διάβολος μεταμορφώθηκε σε νόμισμα, αλλά ο Τζακ αντί να πληρώσει τα ποτά τον έβαλε στην τσέπη του, πλάι σε ένα σταυρό και έτσι δεν μπορούσε να πάρει την κανονική του μορφή. Ύστερα από πολλά παρακάλια, ο Τζακ αποφάσισε να τον ελευθερώσει, με την προϋπόθεση ότι δεν θα τον ενοχλούσε για ένα ολόκληρο χρόνο και ούτε θα διεκδικούσε την ψυχή του όταν πέθαινε.
Μετά από έναν χρόνο ο διάβολος ξαναεμφανίστηκε την ώρα που ο Τζακ προσπαθούσε να κόψει ένα φρούτο από κάποιο δέντρο. Ο Τζακ του ζήτησε να ανέβει στο δέντρο και να του κόψει το φρούτο. Ο διάβολος ανέβηκε και ο Τζακ ο οποίος ήταν παμπόνηρός αμέσως σκάλισε ένα σταυρό στον κορμό του δέντρου. Ο διάβολος τότε παγιδεύτηκε και δεν μπορούσε να κατέβει. Έτσι, παρακάλεσε τον Τζακ να τον ελευθερώσει και του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον ενοχλήσει για δέκα ολόκληρα χρόνια. Τότε ο Τζακ τον ελευθέρωσε.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Τζακ πέθανε και όταν πήγε στον παράδεισο Θεός δεν τον δέχτηκε, καθώς ήταν έναν άνθρωπος μίζερος και κακός και τον έστειλε στην κόλαση. Όμως, όταν πήγε στην κόλαση ούτε ο διάβολος τον ήθελε. Του θύμισε την υπόσχεση που του είχε δώσει παλιότερα, ότι δεν θα διεκδικούσε την ψυχή του και τον έδιωξε. Όταν ο Τζακ τον ρώτησε: «Πώς θα φύγω; Έξω έχει σκοτεινιά», ο διάβολος πήρε ένα αναμμένο κάρβουνο και του το έδωσε για να φωτίζει το δρόμο του μέσα στη νύχτα. Ο Τζακ έβγαλε ένα ραπάνι (που πάντα κουβαλούσε μαζί του, καθώς ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα του φαγητά), το χάραξε και έβαλε μέσα το κάρβουνο. Από τότε περιπλανιέται στον κόσμο μόνος, αδυνατώντας να βρει κάποιο μέρος να αναπαύσει την ψυχή του.